- ολοστερεοσκοπία
- η(φωτογρ.) σύστημα στερεοσκοπικής φωτογραφίας το οποίο χρησιμοποιεί μία και μόνη φωτογραφία, αντί δύο τών παλαιότερων συστημάτων, με τη βοήθεια ειδικού διαφράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοστερεοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ολοστερεοσκοπία … Dictionary of Greek